Subscribe

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Πουτέ εν΄είχεις τσιρό! (.)

(Ντοπιολαλιάς προσπάθεια)

(Οδηγίες προς μη Μυτιληνιούς αναγνώστες. Τα γράμματα σε παρένθεση δεν διαβάζονται, δεν χάνουν όμως τελείως την ηχητική τους αφού μέρος της προστίθεται στο προηγούμενο σύμφωνο. Τα πολλά σύμφωνα σε κάποιες λέξεις θέλουν να δείξουν ότι κατά την εκφορά του λόγου πρέπει να ακουστεί «παχύ» το συγκεκριμένο σύμφωνο).

Ήθιλα ρε μπάρι α συ πω δυό κουβέντις, αλλά ησσύ εν έχ(ει)ς πουτέ τσιρό. Έλα όμους π'θέλου να στα πω. Θα του κάνου, τσ(ι)άμα θες ακσει τα.
Η τσιρός πιρνά. Ε μπα να λέγ(ει)ς ησσύ. Φτος θα φεύγ(ει) τσι του κακό είνι πους θα μας παίρν(ει) μαζίντ.
Σάμπους έχουμι τσ' άλλ(η) ιπιλουγή;
Τουλάχιστουν α πιρνούμι καλά. Να χιρόμιστι κ(ι) γκάθε σκιγμή. Να κ(ι) ζούμι ρε πιδί.
Τώρα κι θα πει φτό, τσι κίλουγια γίνιτι, είνι αλλ(η) κουβέντα (ξιχουρστό τσιφάλιου), αλλά απ' όξου απ΄όξου θα τ' ατζίξουμι κουματέλλ(ι).

Πιρνά λοιπόν η τσιρός τσι δε ρουτά, μκρίδις είμασταν τσι μιγαλώσαμι, τσ' απ' κι΄ανιμιλιά τσι τα χουρατά πιράσαμι στα άλλα τα καθμηρνά, του τρεξ απου δώ, τρεξ απου κει, να κάνουμι τσι τούτου, να πάρουμι τσι τ΄άλλου. Του μάκ(ι) τ΄αθρώπ' έ χουρταίν(ει), τσι τιλειουμό εν έχ(ει) του τρέξμου. Ξιχάσαμι τσ' αθρώπ' μας. Τσι θκοί μας τσ' αθρώπ' πρώτ' απ΄ούλα. Ε μλώ για τσ' φίλ(οι). Μπίτσσι στου κλουβέλιντ η καθένας, μήδι λουγιάζ(ει) γύρουντ κι γίνιτι.
Σαν είσι μουρό, θαρρείς πους ούλου φτο π' ζεις, τα χάδια, τα φλέλια, οι γι' αγκαλιές, η ζιστασσιά ρε πιδί, θαρρείς πους θα ν'είνει μια ζουή. Αμ έλα ντε π' χανόντι, γιακί ισύ γ' ίδιους, πρώτους απ' ούλ(οι) τα ξιχνάς.
Εχ(ει)ς γιμάτου του τσιφάλ(ι)ς -ε μλώ για κ'ψψύς, γιακί φκι κ(η)νέχουμε ξιχασμέν(η)- μι τα θκάς τα προυβλήματα, ε μπιρσεύγ(ει) τόπους για τσ' άλλοι.
Τσι λεγ' για τσ' άλλ(οι), γιακί άμα έ ντου προυσέκς, κάποια σκιγμή γι θκοίς γινόντιν άλλ(οι), τσ'έχ(ει)ς τσι σσύ μιρίδιου ηυθύν(η)ς.
Ούλα παγαίνιν καλά άμα ν'υπάρχ(ει) γι αγάπ, ούλα διουρθουνόντι, ούλα γινόντι.
Αμα εν υπάρχει όμους γι'αγάπ', του θηριό τ' ανήμερου π' κρύβγ(ει) η καθένας μέσαντ, βγαίν(ει) απ' όξου κ'εν αφήν(ει) κίπουτα όρθιγιου. Υπιρβάλου θα μ' πείς, αλλά φουβούμι πους όχ(ι), γιακί άμα λουγιάκς γύρους, θα δεις πους δυστυχώς είν αλήθεια.

Εν είνι στς προυθέσισμ α συ στινουχουρήσου, αλλά ε μπάμι καλά. Καθόλ καλά.
Μας καταπίνειν τα προυβλήματα, τα καθμηρνά, φτα π΄θαρρεί η καθένας προυβλήματα για τουν ηαυτόντ, γιακί άμα τα πιάσουμι ένα - ένα θα δούμι πους τα πιο πουλλά ξιτσνούν απ' του τσιφάλ(ι) μας.
Για να συνηννουηθούμι, θα αφήσου απ' όξου τα προυβλήματα τσ΄υγείας κι τσ' κοινουνκής αδικίας. Φτο του δεύτερου είνι μιαν άλλ(η) κουβέντα.
Θα υπουθέσουμι λοιπόν, πους έχουμι δλιά τσι παράδις μεσ' κ(η) τζέπ μας, για τα βασικά.
-Ού ου, άμα τά 'χαμι φτα, ε θέλαμι κίπουτ' άλλου.
Αμ' έλα ντε πσι θέλου. Ελα ντε πεν είνι έδιετσ.
Τάχουμι λοιπόν σκ(ι) τζεπ' μας, μας τρω όμους η κόλους μας.
-Γιακί ρε μπάρι γι' άλλους νά 'χει τσσι τούτου τσσι γώ α μη ντόχου; Που τού 'βρει φτός; Γιακί φτος; Γιακί μαθέ, σαμπους είνι καλύτηρους απ' ημένα; Γιακί α μη μπουρώ α μπω τσι γω μια φουρά μεσ' του μάκιντ; Γιακί μαθέ του θκόμ του σπίκ(ι), α μην έχει ...α δεις πως του λεν... μια παράξιν(η) λέξξ(η). Ε κ(η) θμούμι... Α, ε μπειράζζ(ει)!!! του ξέχασα.
-Ε..., γιακί μαθέ α μην έχου τσι γω;
-Τσι φτο τ' άλλου π'έχ(ει) έφτους η σσχαμένους, α του δείς όμουρφου π'είνι! Α τούχα μαθές τσι φτό!
Α πάμι τσι παραπέρα;
Ηρταν(ι) τα μουρά σκ(η) ζουή μας, τσι θέλουμι του θκό μας να ν'είνι του πρώτου, του πιο όμουρφου, του πιο έξυπνου, α τά 'χει ούλα.
Μα δε γίνιτι ρε πιδί, πως θα γίν(ει)!
Ε μπορεί ούλα τα μουρά να'νει ίδια. Α ξλουθούμι μαθέ!
Αλλου θά ν'είνει έδιετσ', άλλου αλλιώς. Πως α του κάνουμι.
Α τα βάλουμι μι του Θγιό δηλαδή;
Ε φτάνει π'μας τα 'δότσι! Α παρακαλούμι νά 'νει γιρά, τσι να προυσπαθήσουμι να τα χειρόμαστι, γιακί θα μιγαλόσιν τσι θα μας φύγειν. Πλέλια είνι τσσι πιτούν(ι). Θα φύγιν, δαν(ι)κά είνι, κί θαρρείς.
Ρώκσι κ' μάναμ, α δεις κάθι πότι μι βλέπ'. Υστερα μ' λέγ(ει)ς ησσύ!!!

Βλέπουμι ούλα τ΄απόξου, τσι δε κάνουμι του κόπου να δούμι τα μέσα αν είνι καλά. Τα θκά μας τα μέσα πρώτ απ' ούλα. Αλλά φτο θέλ(ει) δλειά, εν είνι εύκουλου, γιακί άμα καταφέρουμι α τα δούμι, θα γραγκίξουμι. Ενώ, του να λουγιάϊζς τ' απ΄όξου είναι εύκουλου, ούλ(οι) του μπουρούν. Α πεις α στσσιφτούμι α τα διουρθώσουμι τσσιόλας, έφτου α δεις δλειά π΄θέλ(ει)!!!.

Μάθαμι, πους εν αλλάζζ(ει) γι' άθρουπους.
Κι θα πει φτό μαθέ;
Αφού ρε πιδί βλέπς κάκ(ι) στραβό απάνους, γιακί ε ντ' αλλάϊζς;
Κι πιριμέν(ει)ς; Αμα εν αλλάξς ησύ τα θκας τα στραβά, πως θες δηλαδή ν' αλλάξειν γι άλλ(οι) τα θκά ντουν;
Ομους, ειμίς είμαστι απασχουλ(η)μέν(οι).
Να βγάλουμι τσσ' άλλα, να 'χουμι, όχ(ι) μουνάχα για τα στηρνά, αλλά γιακί πρώτα απ'ούλα έ χουρτένουμι, τσ' ύστηρα, για να μπούμι μεσ'του μάκ(ι) ντουν.

Οσουν αφουρά τα μουρά μας, αντί να λουγιάζουμι να πιρνούμι καλά μαζί ντουν τσι να χειρόμιστι μη κ'στιγμές ντουν, λουγιάζουμι να τα κάνουμι οκ(ι) ε μπουρέσαμε ειμείς.
Α τα μάθουμι Αγγλικά, τσι Γιρμαν(ι)κά, Γαλλ(ι)κά, καλό θαν είνι τώρα μι κ(ι)ν Ηυρώπ, τσσ'άλλ(η) μια γλώσσα, Τούρτσσκα!. Εμ μουσική, α μή μαθ' του μουρόμ' ημένα; κουλημβητήριου; Δραστηριότητις ρε πιδί! Απ΄ούλα! Κίλουγια μαθέ!
Eδιετς, έ μπιρσέβγ(ει) χρόνους για να τσ' διαβάσουμι παραμύθια, α ψάξουμι για αλλάνις -αλλά φτες εν υπάρχειν πια, αφού τσ' χτίσαμι ούλις- α παίξξειν μι τα χώματα, α πέσσειν κάτου, α χτυπήσσειν τα πουδάρια ντουν πάσ' τσ' πέτρις, α φαν τσι λίγα.
Α χαρούν αυτά, α χαρούμι ρε ξάρφι μαζί ντουν! σαν αθρώπ'. Του ξιχάσαμι φτο. Κρίμα!
Γινήκαμι τέρατα. Ε ξέρου πως θα ξιμπηρδέψουμι.

Τώρα θα μ' πείς, γιακί μας βαϊζς ούλ(οι) μεσ' σ' ένα τζβάλ(ι); Εν είνι τσι τόσου μαύρα τα πράματα.
Ακσι α σ' πω. Τουν ηαυτόμ βάζω μεσ' του τσβάλ(ι). Ε ξέρς πόσου σχαμένους είνι! Εφτου πτα λέγ' έδιετς, έφτου τα κάνου αλλιώς. Αλλά να, τ'ν αυτουκριτική μ' κάνου, να μ' φύγ(ει) η καϋμός, να ηξιλιουθώ ρε πιδί.
Τώρα π' του σκέφτουμι, μάλλουν φταίβγ(ει) που έ μπαγαίνου α ξ(η)μουλουγ(η)θώ, τσσ αναγκάζουμι να σκουρπώ τα λόγιαμ' στουν αγέρα. Φκι θα ν'είνι φαίνιτι γη τιμουρίαμ. Εν ηξηγιέτι αλλιώς.

Οόόχι, ε τζβαλιάζου κανέναν, οι πιο πουλλοί είνι καλοί. Απ' αγάπ' ξυχειλίζ' η ντουνιάς. Μήδι λόγια λιγόντιν απου πίσου, μήδι χιρόντι μι κ(ι) στηναχώριας, μήδι λ(υ)πούντι μι κ(ι) χαράς!
Ειρουνεύουμι μπάρε, αλλά να, πουνώ.
Ε μπιρσεύβγ(ει) γ(ι) αγάπ', δυστυχώς. Χάσαμι κι' αθρουπιά μας.
Λιγουστεύγειν γοι καθαροί γι' αθρώπ, γι αυτό πρέπ' α τσ' προσέχουμι όσσ(οι) μείναν, μπάσκι μας λ(υ)πηθεί γι Θγιός.

Τρέχουμι σα τσ' παλαβοί. Κ(ι) ά προλάβουμι;
Σπρώξ' τουν έναν, σπρώξ' τουν άλλου, α βγούμι μπρουστά, πάτα τουν ένα, πάτα τουν άλλου, α φανούμι, α κιρδίσουμι. Ε μπα να πνιγούν γ(ι) άλλοι.

Μ' έληγι ένας θκόσιμ τσ' προυάλες. «Χαθήκαμι μπάρε, χαθήκαμε. Που είν' οι φίλοι μας...;»
-Φίλ(οι)!!! κίντα΄νι φτό; Ιδώ ρε πιδί είνι «όποιους προυλάβ΄ του Κύριου είδι», ε μας παρατάς τώρα τσσι σσυ μι τα συνησθήματα! Ακσι σσύ φίλ(οι). Εν αλλάζ(ει) η κόσμους, πάρτου χαμπάρ. Τούτους είν' η δρόμους. Θαρρείς πους ε ντου μιλητήσαν οι σουφοί τότες π' τουν στρώναν;
-Φίλ(οι)!... Εν έχ(ει)ς δλειά α κάν(ει)ς; Πάν(ει) α βγάλ(ει)ς κανα φράνγκου, α δεις μιαν άσπρ' μέρα, τσσ άστα φτα τ΄ αδιαφόριτα.
-Συνησθήματα !!! αϊ βλαστήμα τα!!! Βρε μαθέ, φτα έμαθεις στα θρανία τόσα χρόνια; Λουγική βρε χρειάζιτι. Παρά μεσ' κ(ι) τζζέπς α νέχ(ει)ς, τ'σούλα τ' άλλα γινόντιν.

Κι όμους ξάρφε, φτο π'μας λείπ' είνι γι' αθρώπ' μας, γι' αθρουπιά μας. Οι φίλ(οι) τσσι ψψύς μας. Γι αυτό μας δέρν(ει) τόσσ(η) μουναξξιά.
Αει, κάτσει μουναχός, ένας κούκους, α δούμι κι θα καταλάβς. Εχει τσ' παράδις μες κ(ι)τζέπς, λόγιαζι μό τουν ηαυτόσ', τσι καμάρουνι.

Τσι για να συνηνουγιόμαστι, εν ηννουώ φτον π΄ έβγαλι τσ΄παράδις ιντ μη τουν ιδρώτα ΄ντ. Λεγ' για τουν άλλου, κ(ι) μαϊμού. Τσ' είνι μα του Θγιό, πουλλοί ρε μπάρι.
Θαρρείς μαθέ πους έ συ βλέπειν γι' άλλοι. Θαρρείς έ ξέρειν πους μη τσ' παγαπουντιές τά κάν(ει)ς ούλα;
Συ μλούν, μπουρεί τσι να σι φουβούντι, για κ'δύναμ π'σ΄δίν(ει) η παράς, τσ'φουβέρξεις τσιόλας, ήταν τσι λίγου αδύναμ',... Αλλά κανένας ε σ' ηκτιμά. Α δεις τι ησθανόντι για σένα! Δε λέγ τι λέν, αλλά, τι ησθανόντι.

Θα μ' πεις, θα τ' ακούσου π' θα τ' ακούσου, χισμέν(οι) τσ' έχου.
Εν είνι έδιετς. Αλλου τόνα, άλλου τ' άλλου.
Τώρα βέβαια οκ(ι) σ' αρέσ(ει) ησένα, έ μ' πέφκ(ει) λόγους. Αλλά να, του φφκ(η)νό φαίνητι. Φαίνητι τσι του καλό.
Το 'να του φτήν(ει)ς, ινώ τ' άλλου, τ'αγαπάς, του σέβισι. Οκ(ι) διαλέγ(ει) η καθένας.
Τώρα βέβαια, φτος γ(η) άλλους, -η σχαμένους π' λέγαμι- αντί να βρει μούτζης τσι πόρτις κλειστές, αντί να τουν πάρουμι μι τσ΄κλουτσιές, κίλουγια του καταφέρν(ει) τσι τουν αφήνουμι τσι κάθιτι πασ΄ στου σβέρκου μας. ε μπουρώ α του χουνέψου.
Δύσκουλου τσιφάλιου, πουλές οι αδυναμίης μας τσι μιγάλις.
Φτο π' ξέρου είνι πους γίναμι σα ντα μούτρα μας...

Ομους του πιχνίδ' ενι χάστσσει ακόμα. Πιριθώρια υπάρχειν.
Αθρώπ' υπάρχειν. Αμα λουγιάκσ' γύρους θα τσ' βρεις.
Διψούν γι' αθρουπιά οι αθρώπ'. Στου χέρ' μας είνι.
Κρύβγ(ει) δύναμ' η άθρουπους μέσα ντ'.
Φαντάζισι τι μπουρεί να γίν(ει) άμα ν' ηνουθούν φτες οι δυνάμεις;
«Η ισχύς εν τη ενώσει» ένι λέγαν οι παλιοί; Ειμίς οι ξύπν(οι) οι τσινούργ(οι) γιακί του ξιχνούμι φτό;
Μιγάλου πράμα να βρισκόντιν γι αθρώπ' τσι να κάνειν μαζί οκ(ι) θέλειν. Μιγάλου πράμα να ξέρς πους δίπλας υπάρχειν αθρώπ' π'συ νοιάζουντι, π'μπουρείς να υπουλουγίϊζς σκ(ι) μπαρουσία ντουν.
Τό χουμι ξιχάσσ(ει) τούτου, αλλά εν υπάρχ(ει) πιο όμουρφου. Βέβαια για να συμβεί τούτου πρέπει τσι σσυ να ν' είσι παρών άμα συ χρειαστούν. Οκ' δίν(ει)ς παίρν(ει)ς. Φτο είναι του δίκιου.
Τι κάθουμι τσσι σ' λεγ' τώρα. Ιδώ η κόσμους καίγιτι τσι γω αμπιλουφιλουσουφώ.
Του δικιούμι όμους, χρόνια σ' ακούγ' τσ΄ε μλώ. Ηρτι γ(ι) ώρα να μ΄ ακούϊσσ τσι σσύ.
Ε μπαγαίνουμι καλά. Ψηυκιά ρε πιδί, τσι φτήνια. Σχαμό έχ(ει). Μόν(η) λύσ(η), α ψάξουμι να βρούμι τσ' αθρώπ' μας, να συμφουνήσουμι μιρικά πράματα, τσι να κάνουμι δυο βήματα μπρουστά μαζζί.

Για κιν' ώρα φτο π'χαίρουμι είνι πους ακόμα υπάρχειν καθαρές φουνές.
Απ' ημάς ηξαρτάτι.
Αλλά πάλλ(ι) άμα λουγιάκσ λίγου πρους τα πίσου, φκι γ΄η διηθνουποίησ(η) σχαμό έχει. Ούλα θα τα τνάξειν στουν αέρα για του μπαρά. Μό του χρήμα μητρά! Του κερατά π'του ηύρει!

Η φύσσ(η)!, η γιάθριπους! Φτο είνι ζουή!!! Όχ(ι) η παράς' έ μητρούν; Καταντήσαμι του χειρότερου πλάσμα πάσ' κι γή.
Σσχαμένα πράματα. Είνι να μας κλαίς. Βρώμα τσι δισουδία.
Κι είνι τόσου όμουρφ' η ζουή!
Πώς κι' ξουδεύουμι!
Μο παράς τσ(ι) ηξουσία, είνι φκκ(η)νά. Ππουλύ φκκ(η)νά. Ψεύκα. Άλλα είνι τα όμουρφα. Κρίμα!

Του μόνου παρήγουρου είνι πους κάποια στιγμή η γι' άθριπους .

Αλλά., πίσου στα θκα μας πάλ(ι), γιακί έ θα τιλειώσου πουτέ.
Θαρρώ, πους άμα αλλάξξουμι του «εν έχου χρόνου» του «οκ(ι) φάμι, οκ(ι) πιούμι τσσι οκ(ι) αρπάξξ(ει) η κόλλους μας», τσσι του «νταβούλ(ι) ας γίνειν γι' άλλ(οι)», κάκ(ι) μπουρεί α γιν(ει).
Μι του μκρομ του μυαλό ε βλέπου άλλου πράμα π'μπουρούμι α κάνουμι. Φτο πρέπ' α γίν(ει). Φτο μας αξίζζ(ει).
Θέλου α μας βλέπου α προυουδεύγουμι. Ε μπουρό κι ασκήμια. Είνι όμουρφ η πατρίδα μας. Είνι άδικου απ' του Θγιο. Τόσα όμουρφα πράματα μπουρούν(ι) α γινούν. Α πιρνούμι καλά. Ε θέλ(ει) λόγια, δλιά θελ(ει), τσι μιράκ(ι). Αμα του βάλουμι του ξηρό μας α δλέψ(ει), α δεις πράματα π' μπουρούμι α κάνουμι.
Εμαθα σκ(ι) ζουήμ πους πε - πε, κάκ(ι) μέν(ει). Θα λέγ λοιπόν. Τσι θα ουνειρεύγουμι, γιακί τσι ηγώ σαν ησένα ρε μπάρι, του μπουνό του τόπουμ'. Ε μ' αρέσ(ει) σα π' παγαίν(ει).
Ένας τόπους παγαίν(ει) μπρουστά μουνάχα άμαν υπάρχ(ει) πρόουδους. Τσι γη Λέσβους μπουρεί, γιακί είνι όμουρφους τόπους. Άμα θέλουμι θα κι κάνουμι ακόμα πιο ν' όμουρφ.
Α μουρφίνουμι τσσι μεις μαζζί.
Του να θελήσειν γι΄Μυτιληνιοί είνει του ζμί.
Θα τρίβγουμι τα μάκια μας.
Ψσση χρειάζιτι, τσ(ι) ακόμα, όσ(οι) ανακατευόντιν να κάνειν σουστά κι δλειά ντουν, τσι να μην απουγουητηβγόντι απ' τα λόγια πθ' ακούν', γιακί φτό είνι του μόνου π' ξέρουμι α κάνουμι καλά, ούλ(οι) μας. Τα λόγια τσι γ΄οι κουτουπουνηριές.
Άντι ρε πιδί!!!

Η ξάρφους.



Bookmark and Share

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Η ΩΡΑΙΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗ...

Η γνώμη σας για το νησί μου...

Μυτιλήνη...

Μυτιλήνη...
Το νησί μας...